- υδράρπαξ
- -άγος, ὁ, Αείδος χρονομέτρου με νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + ἅρπαξ, -αγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑδράρπαγα — ὑδράρπαξ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρπαγας — ο (AM ἄρπαξ, [ αγος], Μ και ἅρπαγος, ον) αυτός που του αρέσει να αρπάζει, να σφετερίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρπάζω. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αρπάγιον ( άγι). ΣΥΝΘ. αρχ. αρπαξάνδρα, χρεάρπαξ, ψιχάρπαξ μσν. δελεάρπαξ, υδράρπαξ, ψυχάρπαξ (μσν.νεοελλ.)… … Dictionary of Greek